- καταδυναστεία
- η (AM καταδυναστεία) [καταδυναστεύω]καταπίεση, τυραννική εξουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταδυναστεία — καταδυναστείᾱ , καταδυναστεία oppression fem nom/voc/acc dual καταδυναστείᾱ , καταδυναστεία oppression fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδυναστείᾳ — καταδυναστείᾱͅ , καταδυναστεία oppression fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδυναστείας — καταδυναστείᾱς , καταδυναστεία oppression fem acc pl καταδυναστείᾱς , καταδυναστεία oppression fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδυναστείαν — καταδυναστείᾱν , καταδυναστεία oppression fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδυναστείαις — καταδυναστεία oppression fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδυνάστευση — η καταδυναστεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδυναστεύω. Η λ., στον λόγιο τ. καταδυνάστευσις, μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξανδρο Σούτσο] … Dictionary of Greek